κιβωτιοποιός

κιβωτιοποιός
ο
ο κατασκευαστής κιβωτίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβώτιο + -ποιός (< ποιῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κιβωτιοποιία — η [κιβωτιοποιός] η τέχνη τής κατασκευής κιβωτίων …   Dictionary of Greek

  • κιβωτιοποιείο — το το εργαστήριο τού κιβωτιοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτιοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κιβώτιο — το (ΑΜ κιβώτιον, Μ και κιβώτιν) μεγάλη ή μικρή θήκη από ξύλο ή άλλο υλικό σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με κάλυμμα επίπεδο ή κυρτό, στην οποία φυλάσσονται ή τοποθετούνται για μεταφορά τρόφιμα, εμπορεύματα, ρούχα κ.ά. αντικείμενα, κουτί,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”